ξανάρχομαι

ξανάρχομαι
(αόρ. ξανάρθα) αμετ. вновь, ещё раз приходить; возвращаться;

ξανάρθε ο χειμώνας — опять пришла зима


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ξανάρχομαι" в других словарях:

  • ξανάρχομαι — και ξαναέρχομαι (Μ ξαναέρχομαι) έρχομαι πάλι, επιστρέφω, επανέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • δευτερογιαγέρνω — ξανάρχομαι …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • αμφιετίζομαι — ἀμφιετίζομαι και ετηρίζομαι (Α) ξανάρχομαι κάθε χρόνο, πανηγυρίζομαι κατ’ έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀμφιετίζομαι < ἀμφιετής ἀμφιετηρίζομαι < ἀμφιέτηρος] …   Dictionary of Greek

  • εξάνειμι — ἐξάνειμι (Α) [ἄνειμι] 1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.) 2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.) 3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν …   Dictionary of Greek

  • εξαναζώ — και ξαναζώ (Μ ἐξαναζῶ) αναβιώνω, ξανάρχομαι στη ζωή …   Dictionary of Greek

  • ξανά — (Μ ἄξανα και ξάνα) επίρρ. πάλι, εκ νέου νεοελλ. φρ. «ξανά και ξανά» επανειλημμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ ανα στρέφω > ξανα στρέφω, ἐξ ανα ζώ… …   Dictionary of Greek

  • ξαναζώ — (Μ ξαναζῶ) 1. ζω πάλι 2. ξανάρχομαι στη ζωή, ξαναζωντανεύω, αναβιώνω νεοελλ. αναζωογονούμαι 2. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, ανασταίνω («και νεκρή τήν ήθελε γυρίσει οπίσω από τον θάνατον και να τήν ξαναζήσει», Σουμμ.) …   Dictionary of Greek

  • ξεγυρίζω — (Μ ξεγυριζω) νεοελλ. 1. γυρίζω πίσω, ξανάρχομαι 2. γυρίζω κάτι από την ανάποδη, στρέφω από το άλλο μέρος 3. (για ασθενή) παρουσιάζω όψη υγιούς ατόμου, αναρρώνω 3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) ξεγυρισμένος, η, ο γερός μσν. κατορθώνω να… …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — επανήρθα 1. έρχομαι πάλι (πίσω) στον τόπο απ όπου αναχώρησα, επιστρέφω, γυρίζω, ξαναγυρίζω: Επανήρθαμε από την εξοχή. 2. έρχομαι πάλι κάπου, ξανάρχομαι: Επανέρχονται οι πόνοι. 3. μτφ., αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη κατάσταση ή θέση μου: Θα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»